00678 同源字

字源:λαμβάνω
原文Strong's number出现次数中文
ἀναλαμβάνω0035313接(到天)上;拿起;带来;接(人)上船
ἀνάλημψις, εως, ἡ003541接上(天),升天( 路 9:51
ἀνεπίλημπτος, ον004233无可指责的
ἀντιλαμβάνω004823扶助;得益处或献身于
ἀντίλημψις, εως, ἡ004841助人的能力;助人者( 林前 12:28
ἀπολαμβάνω0061810得到;要回;<关>带到一边
ἀπροσωπολήμπτως006781不偏私地( 彼前 1:17
δεξιολάβος, ου, ὁ011871(意思不明)长枪手( 徒 23:23
ἐπιλαμβάνομαι0194919拉,揪;抓;逮捕;赢得;帮助
εὐλάβεια, ας, ἡ021242敬畏(神),虔诚
εὐλαβέομαι021251行为敬虔,存心敬畏;留意,谨慎( 来 11:7
εὐλαβής, ές021264虔诚的,敬畏神的
καταλαμβάνω0263815得到;达到;袭击;<关>知道;查出
λαμβάνω02983258拿,取;接受;拿走;收;选择
λῆμψις, εως, ἡ030281接受( 腓 4:15
μεταλαμβάνω033357得到,分享;有(空)
μετάλημψις, εως, ἡ033361接受,领受(食物)( 提前 4:3
παραλαμβάνω0388049拿,带着,接去;领受(传统);学习
προλαμβάνω043013事前做(事);开始(吃)
προσλαμβάνω0435512欢迎,接待;拉到一边;吃;召集
πρόσλημψις, εως, ἡ043561接纳( 罗 11:15
προσωπολημπτέω043801偏袒,偏待人( 雅 2:9
προσωπολήμπτης, ου, ὁ043811偏待人的人( 徒 10:34
προσωπολημψία, ας, ἡ043824偏袒,偏待人
συλλαμβάνω0481516抓,逮捕,怀孕;捕(鱼);<关>帮助
συμπαραλαμβάνω048384带着…同行或一起去
συμπεριλαμβάνω048431搂,拥,抱( 徒 20:10
συναντιλαμβάνομαι048782帮助
ὑπολαμβάνω052745想,认为;回答;接走;接待;支持
ἀντοφθαλμέω005031挡(风)( 徒 27:15
ἀόρατος, ον005175看不见的,未曾见过的
ἀπροσωπολήμπτως006781不偏私地( 彼前 1:17
αὐτόπτης, ου, ὁ008451目击者( 路 1:2
ἀφοράω008722注视
ἐνώπιον0179994<所>在…之前,在…面前;在…当中
ἐποπτεύω020292看见,观察
ἐπόπτης, ου, ὁ020301目击者,亲眼看见的人( 彼后 1:16
ἔσοπτρον, ου, τό020722镜子
εὐπροσωπέω021461使外貌体面,在外表上炫耀( 加 6:12
ἐφοράω018962关心,顾念;鉴察
καθοράω025291清楚地查觉,看见而辨认( 罗 1:20
κατενώπιον027143<所>在…面前
κατοπτρίζω027341(对镜子)看;反映( 林后 3:18
μέτωπον, ου, τό033598前额
μονόφθαλμος, ον034422独眼的
μυωπάζω034671短视( 彼后 1:9
ὄμμα, ατος, τό036592
ὀπτάνομαι037001显现,让…看见( 徒 1:3
ὀπτασία, ας, ἡ037014异象,显现
ὅραμα, ατος, τό0370512异象;所见之事,景象
ὅρασις, εως, ἡ037064异象;外貌
ὁρατος, ή, όν037071看得见的( 西 1:16
ὁράω03708454看见(<被>出现);查觉;<不及>提防
ὀφθαλμοδουλία, ας, ἡ037872只为讨人喜欢而做的服务
ὀφθαλμός, οῦ, ὁ03788100眼睛;视线
ὄψις, εως, ἡ037993
προοράω043084预见,以前看见;<关>注视
προσωπολημπτέω043801偏袒,偏待人( 雅 2:9
προσωπολήμπτης, ου, ὁ043811偏待人的人( 徒 10:34
προσωπολημψία, ας, ἡ043824偏袒,偏待人
πρόσωπον, ου, τό0438376脸,面容,外貌,气色;(地)表面
σκυθρωπός, ή, όν046592忧伤的,忧愁的,苦(相)
συνοράω048942看清楚,知道,发觉
ὑπεροράω052371忽视,忽略,略过,不加注意( 徒 17:30
ὑπωπιάζω052992纠缠;严格地对待或控制
φρουρέω054324把守;看守(保护),保守,监禁,看守(囚犯)